- λαχανᾶς
- λαχανεύςProll.ad Hes.masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχανάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 542 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, 52 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά … Dictionary of Greek
Λαχανάς, Κωνσταντίνος — (Βαθύ Σάμου 1769 – Χαλκίδα 1842). Αγωνιστής του 1821. Σε νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη ναυτιλία και έφτασε μέχρι τον βαθμό του πλοιάρχου. Το 1798 έμαθε ότι στην Αίγυπτο συγκροτήθηκε Ελληνική Λεγεώνα με πρωτοβουλία του Ναπολέοντα που βρισκόταν τότε… … Dictionary of Greek
Lachanas — (Λαχανάς) is a municipality in the Thessaloniki Prefecture, Greece. Population 3,779 (2001). The seat of the municipality is in Xylopoli … Wikipedia
Ivailo de Bulgaria — Ivailo Zar (Emperador) de Bulgaria Reinado 1277–1280 Fallecimiento 1281 Predecesor Constantino Tikh Asen Sucesor Iván Ase … Wikipedia Español
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
σίδη — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου στη Λακωνία, μετά το ακρωτήριο Μαλέα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία πήρε το όνομά της από μια Δαναΐδα, προς τιμή της οποίας ιδρύθηκε. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek